ζυγωματικός

ζυγωματικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στο ζύγωμα (βλ. λ.) του κρανίου: Ζυγωματικά οστά.
2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ζυγωματικά (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζυγωματικός — ή, ό χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων τού προσώπου (α. «ζυγωματικά οστά» ζεύγος τετράπλευρων οστών τής άνω γνάθου που βρίσκονται το καθένα στις δύο πλάγια τού προσώπου και αποτελούν το υπόθεμα τών λεγόμενων μήλων β. «ζυγωματικός μυς» γ …   Dictionary of Greek

  • ζυγωματικός ή υποκροτάφιος βόθρος — Πυραμιδοειδής κοιλότητα στο πλάγιο τμήμα του προσώπου, μεταξύ του κυρτώματος της άνω γνάθου και της πτερυγοειδούς απόφυσης του σφηνοειδούς οστού. Επικοινωνεί προς τα πάνω με τον κροταφικό βόθρο και προς τα κάτω με τον πτερυγοϋπερώιο βόθρο …   Dictionary of Greek

  • ζυγωματικός μυς — Μυς του προσώπου που διακρίνεται στον μείζονα ζ.μ. που εκφύεται από το ζυγωματικό τόξο και καταφύεται στη γωνία του στόματος, της οποίας επιτυγχάνεται η έλξη με τη σύσπαση του μυός αυτού, και στον ελάσσονα ζ.μ. που εκφύεται από την παρειακή… …   Dictionary of Greek

  • ζυγωματοκροταφικός — ή, ό φρ. ανατ. «ζυγωματοκροταφικός πόρος» ο ζυγωματικός πόρος που εκβάλλει στην κροταφική επιφάνεια τού ζυγωματικού οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. zygomaticotemporal < zygomatic (πρβλ. ζυγωματικός) + temporal < λατ …   Dictionary of Greek

  • ζυγωματοπροσωπικός — ή, ό φρ. ανατ. «ζυγωματοπροσωπικός πόρος» ο ζυγωματικός πόρος που εκβάλλει στην προσωπική επιφάνεια τού ζυγωματικού οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύγωμα ( τος) το + προσωπικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”