ζυγωματικός — ή, ό χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων τού προσώπου (α. «ζυγωματικά οστά» ζεύγος τετράπλευρων οστών τής άνω γνάθου που βρίσκονται το καθένα στις δύο πλάγια τού προσώπου και αποτελούν το υπόθεμα τών λεγόμενων μήλων β. «ζυγωματικός μυς» γ … Dictionary of Greek
ζυγωματικός ή υποκροτάφιος βόθρος — Πυραμιδοειδής κοιλότητα στο πλάγιο τμήμα του προσώπου, μεταξύ του κυρτώματος της άνω γνάθου και της πτερυγοειδούς απόφυσης του σφηνοειδούς οστού. Επικοινωνεί προς τα πάνω με τον κροταφικό βόθρο και προς τα κάτω με τον πτερυγοϋπερώιο βόθρο … Dictionary of Greek
ζυγωματικός μυς — Μυς του προσώπου που διακρίνεται στον μείζονα ζ.μ. που εκφύεται από το ζυγωματικό τόξο και καταφύεται στη γωνία του στόματος, της οποίας επιτυγχάνεται η έλξη με τη σύσπαση του μυός αυτού, και στον ελάσσονα ζ.μ. που εκφύεται από την παρειακή… … Dictionary of Greek
ζυγωματοκροταφικός — ή, ό φρ. ανατ. «ζυγωματοκροταφικός πόρος» ο ζυγωματικός πόρος που εκβάλλει στην κροταφική επιφάνεια τού ζυγωματικού οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. zygomaticotemporal < zygomatic (πρβλ. ζυγωματικός) + temporal < λατ … Dictionary of Greek
ζυγωματοπροσωπικός — ή, ό φρ. ανατ. «ζυγωματοπροσωπικός πόρος» ο ζυγωματικός πόρος που εκβάλλει στην προσωπική επιφάνεια τού ζυγωματικού οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύγωμα ( τος) το + προσωπικός] … Dictionary of Greek